«Ο Ελληνας προκόβει μακριά από τον τόπο του», αποφαίνεται ο Βασίλης Βασιλικός στο κεφάλαιο που αφιερώνει στον Γιάννη (Ιάνη για τους Γάλλους) Ξενάκη στο βιβλίο του «290 πρόσωπα».
Και κάπως έτσι συμβαίνει, αν αναλογιστούμε τις περιπτώσεις δικών μας διανοουμένων (γιατί είναι και οι επιστήμονες και οι επιχειρηματίες) που διέπρεψαν στη Γαλλία – για να αρκεστώ στη φιλόξενη αυτή, για πολλούς συμπατριώτες μας χώρα, ιδιαίτερα στα χρόνια της Κατοχής, στον Εμφύλιο, στη χούντα.
Και να φανταστούμε τι θα συνέβαινε αν ξέμεναν στα ημέτερα εδάφη, καθώς οι περισσότεροι ήταν διωκόμενοι για τις ιδέες τους. Ενδεικτικά, πλην του Ξενάκη: Σβορώνος, Καστοριάδης, Κουλεντιανός, Αξελός, Πουλαντζάς, Γλύκατζη-Αρβελέρ, Καζαντζάκης, Γαβράς…
Η ιστορία του Ξενάκη ξεκινάει από την Κατοχή. Και ιδού πώς την περιγράφει ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος σε συνέντευξη πριν από 15 χρόνια (στη Φωτεινή Μπάρκα για την «Ελευθεροτυπία» - 5 Φεβρουαρίου 2001), μια μέρα μετά την αναγγελία του θανάτου του Γιάννη Ξενάκη στο Παρίσι, σε ηλικία 79 ετών:
Στα Δεκεμβριανά
«Τέσσερις του Δεκέμβρη του ’44. Η πρώτη και οδυνηρή μέρα αυτού που ακολούθησε και ονομάστηκε Κόκκινος Δεκέμβρης. Ενα από τα μεγαλύτερα λάθη της Αριστεράς. Είμαστε κάμποσοι ένοπλοι σπουδαστές του Πολυτεχνείου, μεταξύ των οποίων εγώ και ο Γιάννης Ξενάκης, λίγο μεγαλύτερός μου, και γίναμε μάρτυρες της σύγκρουσης που έμελλε να σωριάσει εκατοντάδες νεκρούς και την πρώτη σημαντική ήττα της Αριστεράς στη νεότερη Ελλάδα. Ενα βαρύ βρετανικό άρμα φτάνει μουγκρίζοντας στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Ακούστηκαν κάτι φωνές στ’ αγγλικά. Μου φάνηκε πως μας προειδοποιούσαν ότι κάτι άλλαξε, κάτι τερατώδες, καθώς λίγες ώρες πριν Ελληνες και Βρετανοί γιόρταζαν αδελφωμένοι στους δρόμους την απελευθέρωση.
»Η εντολή από το αρχηγείο του ΕΛΑΣ, σ’ εμάς τους ένοπλους σπουδαστές του «Λόχου Λόρδος Μπάιρον», ήταν να κρατηθούν τα κτίρια του Πολυτεχνείου σε αυστηρή περιφρούρηση, καθώς περιμέναμε μια πιθανή επίθεση από τα Τάγματα Ασφαλείας, που διατηρούσαν ακόμα ένοπλους πυρήνες.
»Ξαφνικά το τανκ, βαρύ και αδυσώπητο, κάνει μπροστά και γκρεμίζει τη μεγάλη σιδερένια πύλη. Προχωράει μερικά μέτρα, στέκεται, ανάβει εκτυφλωτικούς προβολείς και τα σκοτεινά και βουβά κτίρια του Πολυτεχνείου αστράφτουν από το φως που αντανακλούσε στα άσπρα μάρμαρα. Δευτερόλεπτα αργότερα η πρώτη και μοναδική έκρηξη. Ηταν το διαβολικό μηχάνημα με τις έξι κάννες που εκτόξευσε ρουκέτες με έναν εκκωφαντικό θόρυβο και ανάλογη καταστροφή, σε μια βεντάλια από δύναμη πυρός άγνωστη ως τότε σ’ εμάς. Δέντρα, πέτρες και κορμιά γέμισαν σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τον χώρο. Εκεί, σ’ αυτή την μπαταριά ο Ξενάκης έχασε το μισό του πρόσωπο, το ένα του μάτι και –λέω τώρα– την πίστη του στον απελπισμένο αγώνα, που έμελλε να συντρίψει τη μισή Ελλάδα και να γεμίσει ενοχές την άλλη μισή».
Στα ξένα
Να λοιπόν που δεν ήταν η πρώτη φορά, τον Νοέμβριο του 1973, που ένα τανκ γκρέμιζε την πύλη του Πολυτεχνείου και χτυπούσε φοιτητές. Οσον αφορά τον Ξενάκη, δεν φτάνει που έχασε το μισό του πρόσωπο και το μάτι, ακολούθησε ο διωγμός. Οπότε το 1947 φεύγει κρυφά για το εξωτερικό – αρχικά στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Γαλλία. Το ημέτερο στρατοδικείο τον καταδικάζει σε θάνατο ως ανυπότακτο και του αφαιρεί την ιθαγένεια. Στη Γαλλία ολοκληρώνει τις σπουδές του, αποκτά τη γαλλική υπηκοότητα και παντρεύεται τη συγγραφέα Φρανσουάζ Ξενάκη. Στην Ελλάδα θα ξανάρθει -ένδοξος πλέον- μετά την πτώση της χούντας.
Αρχιτέκτονας, μαθηματικός, στοχαστής, δουλεύοντας με δημιουργούς όπως ο διάσημος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ, αναγνωρίστηκε -και πολυβραβεύτηκε- διεθνώς ως ένας από τους πρωτοπόρους, τόσο στην ηλεκτρονική μουσική όσο και σε αρχιτεκτονικές κατασκευές. Η πιο εντυπωσιακή δημιουργία του στην Ελλάδα ήταν η παρουσίαση, τον Σεπτέμβριο του 1978, του οπτικοακουστικού έργου του «Πολύτοπο», στον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών, παρουσία του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Εργα του παίζονται ανά τον κόσμο, ενώ κυκλοφορούν και σε δίσκους.
Οσο για τη σχέση του με την Αριστερά, έχει πει σε συνέντευξή του (στον Χρήστο Τσανάκα – «Βήμα της Κυριακής», 5 Σεπτεμβρίου 1999): «[…] Ιδέες προδόθηκαν, οι άνθρωποι προδόθηκαν… Οι καιροί αλλάζουν. Κι εμείς αλλάζουμε. Είναι φυσικό. Ολα είναι αλλιώτικα τώρα. Τότε έκανες έτσι και σε γέμιζαν σφαίρες […] Ασφαλώς διατηρώ συμπάθεια προς την Αριστερά, αλλά ώρες ώρες το πνίγω αυτό το συναίσθημα, το καταπολεμώ, προσπαθώ να το σβήσω, να το αδρανοποιήσω, με κουράζει, έχει παλιώσει πια…»
Στο πλαίσιο
☞ Η Αθήνα, εκτιμώ, είναι μια από τις ανά τον κόσμο πολιτισμένες πρωτεύουσες, όπου μπορεί να διασχίσεις ολόκληρες περιοχές χωρίς να βρίσκεις πεζοδρόμια (κι αυτά που υπάρχουν να είναι φρακαρισμένα από οχήματα), οδούς και αριθμούς (που είναι έργο των δήμων). Και με κάθε είδος παραλογισμούς. Οπως αυτός ο σταθμός Αγία Παρασκευή του μετρό, που βγάζει αλλού – το πλησιέστερο, προς το Χαλάνδρι (δεν τον ήθελαν, λένε, στην πλατεία κάποιοι μαγαζάτορες, η εκκλησία, ο τότε δήμαρχος, μακαρίτης πλέον…).
☞ Τις σκέψεις αυτές μου προκάλεσε το νέο βιβλίο του Ανδρέα Χ. Ζούλα – πολιτικού συντάκτη, σχολιογράφου, αρθρογράφου, συν μεταφραστή, από το πρωτότυπο, πενήντα σωζόμενων έργων της αρχαίας δραματουργίας (μεταξύ των οποίων οι επτά τραγωδίες του Αισχύλου και οι επτά του Σοφοκλή), τα περισσότερα από τα οποία έχουν εκδοθεί και τα άλλα είναι έτοιμα προς έκδοση. Τίτλος του βιβλίου «Φερεκύδου και Εμπεδοκλέους» (εκδ. Κοράλλι).
☞ Να λοιπόν που υπάρχουν δρόμοι (εν προκειμένω στο Παγκράτι), προς τιμήν μάλιστα δύο εκ των λιγότερο γνωστών φιλοσόφων της αρχαιότητας (δόθηκαν προφανώς από διαβασμένη δημοτική αρχή), που, καθώς βλέπουμε και στο εξώφυλλο του βιβλίου του Ζούλα, συναντιούνται σε μια γωνία. Γλαφυρές και συγκινητικές μνήμες μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής. «Οχι μόνο για τις συνθήκες ζωής, που ήταν πολύ πιο “ανθρώπινη“ από την τωρινή», διαβάζω στο οπισθόφυλλο, «αλλά κυρίως και πρωτίστως για τις προοπτικές της ζωής μας. Στεναχώριες, ναι, ανέχεια και πολλές φορές και φτώχεια ανελέητη, ναι, αλλά μέσα από όλα αυτά και παρ’ όλα αυτά, υπήρχε προοπτική. Πού πήγε αυτή; Αλλά και πότε δεν ήταν έτσι;».
ΚΑΙ… Επί… Ξηρού ακμής.
____________________